Η βιταμίνη D χαρακτηρίζεται ως θρεπτικό συστατικό, αλλά και ορμόνη παράλληλα, αφού την λαμβάνουμε είτε από την τροφή, είτε παράγεται από τον οργανισμό ως αντίδραση του δέρματος στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία (1). Στον οργανισμό μεταβολίζεται στην καλσιτριόλη, η οποία είναι και η ενεργός μορφή της βιταμίνης (2). Οι βασικές δράσεις της βιταμίνης στον οργανισμό είναι να ρυθμίζει την απορρόφηση του ασβεστίου και να διευκολύνει την έκφραση των γονιδίων.
Εδώ και πολλά χρόνια η δράση της βιταμίνης D έχει απασχολήσει ευρέως την επιστημονική κοινότητα. Σε ένα πλήθος μελετών, ανασκοπήσεων και μετα-αναλύσεων έχει συσχετισθεί η έλλειψη της βιταμίνης D με υψηλότερο κίνδυνο για ορισμένες παθολογικές καταστάσεις.

Πιο συγκεκριμένα, τα επίπεδα βιταμίνης D έχουν συσχετιστεί με:

 Οστική υγεία: Ίσως είναι ο πιο μελετημένος τομέας για τον ρόλο της βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν οδηγούν σε ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία και οστεοπόρωση στους ενήλικες.
• Καρδιαγγειακή λειτουργία: Ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα. Ο πιο πιθανός μηχανισμός είναι η δράση της βιταμίνης στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και της προστασίας της αγγειακής καταστροφής.
• Καρκίνος: Πλήθος μελετών συσχετίζουν αντίστροφα την συγκέντρωση της βιταμίνης D στον ορό του αίματος με τον κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων τύπων καρκίνου. Ισχυρότερες είναι οι ενδείξεις για την προστασία της βιταμίνης D από καρκίνο του παχέος εντέρου.
• Ανοσοποιητικό σύστημα: Χαμηλότερες τιμές βιταμίνης D στον ορό φαίνεται να συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση σκλήρυνσης κατά πλάκας και ορισμένων μολυσματικών ασθενειών, όπως φυματίωση και γρίπη.
• Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι: Μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι.

Σε ποια δοσολογία η βιταμίνη D έχει προστατευτικό ρόλο;

Οι δόσεις που έχουν χορηγηθεί προκειμένου να μελετηθούν τα οφέλη της βιταμίνης D στην υγεία ποικίλουν, ξεκινώντας από αρκετά χαμηλές δόσεις ημερησίως έως και bolus μεγαδόσεις των 600000 IU (3). Συγκεκριμένες συστάσεις για την προστασία από χρόνιες νόσους δεν έχουν διατυπωθεί, ενώ οι νεότερες συστάσεις με βάση το IOM (Institute of Medicine) του 2011, στηρίζονται στα οφέλη της βιταμίνης D στην οστική υγεία, και όχι σε άλλες νόσους (4). Οι συστάσεις αυτές έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς υποστηρικτές της βιταμίνης D αρκετά συντηρητικές, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ανώτερα όρια.
Το 2011, επίσης, διατυπώθηκαν από την Επιτροπή του Συλλόγου Ενδοκρινολογίας κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις συνιστώμενες ημερήσιες ανάγκες και τις ανώτερες ανεκτές ημερήσιες δόσεις της βιταμίνης D σε πληθυσμό με αυξημένο κίνδυνο έλλειψης (5).